- κοτζάμ
- και κοτζάμουάκλιτο επιθετικό πρόθημα που προσδιορίζει ουσιαστικά, στα οποία δίνει την έννοια τού μεγάλου, τού ογκώδους («κοτζάμ άντρας»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. koca-m, συντετμ. τ. τού kocaman «πολύ μεγάλος, πελώριος» (> κοτζαμάνης*)].
Dictionary of Greek. 2013.